Οι φλόγες στο τζάκι έκαναν τα μάτια των παιδιών να λαμπιρίζουν σαν αστραφτερές πολύτιμες πέτρες. Το βλέμμα τους ήταν βουτηγμένο στην προσμονή και την περιέργεια, ενώ η ακοή τους είχε εστιάσει στη χροιά που ήταν έτοιμη να ξεκινήσει την αφήγηση…. «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν το ποδόσφαιρο…» είπε με βαριά φωνή ο παππούς και τα εγγονάκια σταμάτησαν ακόμα και την λαχανιασμένη ανάσα τους προκειμένου να ρουφήξουν κάθε λέξη της ιστορίας…
Γράφει ο Σταύρος Αλευρογιάννης
Ο γέροντας καθ’ όλη τη διάρκεια της ομιλίας του καθάριζε με τα γεμάτα ρόζους χέρια του τα κάστανα που μόλις είχε βγάλει από τη φωτιά δίπλα του και τα μοίραζε ακριβοδίκαια στην παρέα που τον είχαν περικυκλώσει. «Τότε οι παίκτες έπαιζαν για τη φανέλα. Μετά από νίκη κυκλοφορούσαν έξω με χαμηλά το κεφάλι τους. Ήταν συνεσταλμένοι. Όταν η ομάδα τους έχανε; Δεν τολμούσαν να βγουν έξω από το σπίτι… Από ντροπή… Τώρα; Χάνουν - κερδίζουν, χαμογελάνε…». Οι ματιές των μικρών ακροατών, διασταυρώνονταν όλο απορία η οποία αντικατοπτριζόταν στα σαγόνια τους που μασουλούσαν τον μεζέ σαν πεινασμένες ύαινες…
«Τότε οι διαφωνίες και η καζούρα ξεκινούσαν και τελείωναν στα καφενεία, στις δουλειές, στις παρέες. Πείραζαν, αλλά δεν ενοχλούσαν τον αντίπαλο. Τώρα; Μέχρι που σκοτώνουν… Αηδία»… Τα τσόφλια από τα κάστανα άρχισαν να σχηματίζουν βουνό μπροστά από την χαμηλή καρέκλα του παππού και ο ρυθμός ταΐσματος αυξανόταν λες και το βραδινό που είχε προηγηθεί δεν υπήρξε ποτέ. «Οι φίλαθλοι πήγαιναν καλοντυμένοι όλοι μαζί στο γήπεδο και δεν ήταν ανάγκη να κάτσουν σε διαφορετικές κερκίδες. Εκεί, δίπλα δίπλα. Έμπαινε γκολ και καταλάβαινες από τα πρόσωπά τους τι ομάδα υποστήριζαν. Χαρά και λύπη έμπλεκαν σαν γαϊτανάκι στην ίδια σειρά. Ωραίες εποχές…».
Το τελευταίο κούτσουρο θυσιάστηκε για χάρη της αναζωπύρωσης αλλά και της ζεστασιάς μέχρι να κλείσουν τα φώτα μιας και πλησίαζε η ώρα του ύπνου. «Εκείνα τα χρόνια η Kυριακή ήταν γιορτή. Ποδοσφαιρικό τελετουργικό… Ξυπνούσες κεφάτος και η διαδρομή ήταν πάντα η ίδια. Εκκλησία, οικογενειακό τραπέζι και να σηκωθείς άρον άρον ώστε να φύγεις για το ματς. Αργά το απόγευμα επέστρεφες μελαγχολικός και προετοιμαζόσουν ψυχολογικά για τη δύσκολη εβδομάδα που ξεκινούσε την επόμενη. Σήμερα; Κάθε μέρα μπάλα. Ό,τι ώρα κι αν είναι παίζονται ματς. Βαρετό…».
Τα παιδιά με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα δεν άφηναν τη νύστα τους να διακόψει τον αγαπημένο τους παππού και με γουρλωμένα μάτια τον κοιτούσαν στο στόμα καρτερώντας το τέλος της εξομολόγησης. «Όλα πλέον, είναι χρήμα. Μόνο λεφτά… Συμφέροντα και τίποτα άλλο… Γι αυτό κι εγώ θα θυμάμαι το ποδόσφαιρο σαν παραμύθι…».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κάνε σχόλιο